Μάθε για τον Ελευθέριο Βενιζέλο
Μάθε για τον Ελευθέριο Βενιζέλο

Ο Ελευθέριος K. Βενιζέλος (Μουρνιές Χανίων, 11 / 23 Αυγούστου 1864 – Παρίσι, 18 Μαρτίου 1936) ήταν Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας και επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ως πολιτικός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Κρητικό Ζήτημα, καθώς και στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας από το 1910 έως τον θάνατό του 1936.

Οργάνωσε το Κίνημα του Θερίσου και το 1910 ανέλαβε την πρωθυπουργία της Κρητικής Πολιτείας, την οποία εγκατέλειψε λίγους μήνες αργότερα για να αναλάβει την πρωθυπουργία στην Ελλάδα κατόπιν προσκλήσεως του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τάχθηκε υπέρ της Αντάντ διαφωνώντας ανοιχτά με την στάση ουδετερότητας του Βασιλιά. Λόγω αυτής της διαφωνίας, αν και είχε εκλεγεί πρωθυπουργός παραιτήθηκε δημιουργώντας τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού. Επέστρεψε στην πρωθυπουργία την περίοδο 1917 – 1920 αλλά εγκατέλειψε την Ελλάδα μετά την ήττα του στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Επέστρεψε το 1924 για λίγους μήνες και το 1928 εξελέγη πάλι πρωθυπουργός. Τον Ιανουάριο του 1933 έγινε για τελευταία φορά πρωθυπουργός και τον Μάρτιο του 1935 μετά από απόπειρα πραξικοπήματος κατέφυγε στο Παρίσι, όπου και απεβίωσε. Θάφτηκε σε ύψωμα στην αρχή του Ακρωτηρίου της Κρήτης, κοντά στο μέρος όπου γεννήθηκε. Οι Τάφοι των Βενιζέλων είναι σήμερα ένα από τα αξιοθέατα των Χανίων.

Πρώιμα χρόνια

Γεννήθηκε στο χωριό Μουρνιές, κοντά στην πόλη των Χανίων, στις 23 Αυγούστου 1864 και ήταν το πέμπτο παιδί του Κυριάκου Βενιζέλου, εμπόρου, και της Στυλιανής Πλουμιδάκη, η οποία καταγόταν από το χωριό Θέρισο. Πρώτος του ξάδερφος ήταν ο Χαράλαμπος Πλουμιδάκης. Μεγάλωσε στα Χανιά αλλά λόγω διώξεων του πατέρα του από την οθωμανική διοίκηση πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στα Κύθηρα και την Ερμούπολη. Περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Χανιά, στο λύκειο Αντωνιάδη στην Αθήνα και στο Δημόσιο Γυμνάσιο Αρρένων Σύρου στην Ερμούπολη, απ´ όπου αποφοίτησε, και εργάστηκε στο κατάστημα του πατέρα του. Αν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πρόθεση να συνεχίσει τις σπουδές του, ο πατέρας του επέλεξε να τον τοποθετήσει στο κατάστημά του με σκοπό να το αναλάβει. Ύστερα από παρέμβαση του τότε γενικού προξένου της Ελλάδας στα Χανιά, Γεωργίου Ζυγομαλά , ο Κυριάκος πείστηκε να τον στείλει στην Αθήνα για ανώτερες σπουδές. Το 1881 εγγράφηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ´όπου αποφοίτησε το 1887. Αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκλεγεί δις εφέτης, άνοιξε δικηγορικό γραφείο καταφέρνοντας σε μικρό χρονικό διάστημα να διακριθεί. Το 1888 ανέλαβε μαζί με τους Χαράλαμπο Πωλογεωργάκη, Κωνσταντίνου Φούμη και Ιάκωβο Μοάτσο την αρχισυνταξία και την έκδοση της εφημερίδας «Λευκά Όρη», η οποία ανήκε στον γαμπρό του, Κωστή Μητσοτάκη. Από αυτήν αποχώρησε λίγους μήνες αργότερα για προσωπικούς λόγους.

Το 1889 σε νεαρή ηλικία αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα ως αντιπρόσωπος της περιφέρειας Κυδωνίας στις Εκλογές για την Κρητική Βουλή, στις οποίες και εξελέγη με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Στις ίδιες εκλογές εξελέγησαν και αρκετοί συνεργάτες του από την εφημερίδα σχηματίζοντας μια άτυπη ομάδα που έγινε γνωστή με το όνομα Λευκορίτες. Λόγω της τεταμένης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε στην Κρήτη με την επανάσταση μέρους των πληθυσμών της Κρήτης, στις αρχές Οκτωβρίου του 1889 ο Βενιζέλος με στενούς συνεργάτες και φίλους διέφυγε, με την βοήθεια του Άγγλου προξένου Μπιλιότι (Bilioti), στην Αθήνα. Έναν μήνα αργότερα ο Σακίρ Πασά ανέστειλε τα κυριότερα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στους Χριστιανούς με την Σύμβαση της Χαλέπας και άλλαξε τις διατάξεις για την εκλογή αντιπροσώπων στη Βουλή. Ο Βενιζέλος τάχθηκε υπέρ της αποχής από τις Εκλογές μέχρι να αρθούν οι αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης. Μετά την χορήγηση αμνηστίας, ο Βενιζέλος επέστρεψε στα Χανιά, όπου και νυμφεύθηκε το 1890 με την Μαρία Ελευθερίου – Κατελούζου, επιλέγοντας να κατοικήσουν στο οικογενειακό σπίτι της Χαλέπας. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινε εκτός πολιτικής απασχολούμενος από την οικογένεια και την δουλειά. Το 1895 συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Αυγή», του Κωνσταντίνου Φούμη και του Ιωάννη Καψάλη. Στην Επανάσταση που ξέσπασε λίγο αργότερα υπό την καθοδήγηση της Επιτροπής, Πρόεδρος της οποίας ήταν ο Μανούσος Κούνδουρος, και με κύριο αίτημα την αυτονομία, ο Βενιζέλος αντιτάχθηκε καθώς θεωρούσε ότι οι περιστάσεις δεν ευνοούσαν τέτοιου είδους κινήσεις. Για την στάση του αυτή κατηγορήθηκε από συντηρητικούς που ζήτησαν να προσαχθεί σε δίκη.

Κρητική επανάσταση

Ο Βενιζέλος, αρχές 20ου αιώνα

Στις 23 Ιανουαρίου 1897 ο Βενιζέλος αποφάσισε να συμπράξει με τους επαναστατημένους στο Ακρωτήρι. Αφορμή γι´ αυτή τη μεταστροφή ήταν η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στα Χανιά και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο Χριστιανών και Μουσουλμάνων και εκτεταμένες σφαγές κατά των πρώτων. Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων ο Βενιζέλος περιόδευε στην εκλογική του περιφέρεια προετοιμαζόμενος για τις εκλογές που είχαν προκηρυχθεί. Επιστρέφοντας στα Χανιά είδε από μακριά τους καπνούς που έβγαιναν από την πόλη και αμέσως έλαβε την απόφαση να ενωθεί με μια ομάδα ενόπλων στη Μαλάξα. Με αυτούς κατευθύνθηκαν προς το Ακρωτήρι, όπου σύντομα ανέλαβε την ηγεσία ο Βενιζέλος. Οι επαναστάτες υπολογίζονται σε επτακόσιους με δύο χιλιάδες. Στις 24 Ιανουαρίου οι εξεγερμένοι αποφάσισαν να κηρύξουν την ένωση με την Ελλάδα και την επόμενη ημέρα εξέδωσαν κείμενο διακήρυξης. Στις 26 Ιανουαρίου επιτροπή αποτελούμενη από σημαντικές μορφές της εξέγερσης μεταξύ των οποίων και ο Βενιζέλος παρέδωσε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων την διακήρυξη. Την ίδια στιγμή με απόφαση της κυβέρνησης Δηλιγιάννη αναχωρούσε ναυτική μοίρα του πολεμικού ναυτικού για να ενισχύσει τους Χριστιανούς της Κρήτης. Στις 31 Ιανουαρίου αποβιβάστηκε σε χωριό των Χανίων ελληνικό στράτευμα αποτελούμενο από χίλιους τριακόσιους οπλίτες και εκατό αξιωματικούς υπό την ηγεσία του Τιμολεόντος Βάσσου. Την επόμενη ημέρα οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοίνωσαν ότι θα έθεταν υπό την προστασία τους τις κυριότερες πόλεις της Κρήτης, επιβάλλοντας την κατάπαυση του πυρός ακόμα και με στρατιωτικά μέσα. Μπροστά σε αυτό το φάσμα γενικευμένης σύγκρουσης, ο Βενιζέλος, μαζί με τον Μητροπολίτη Χρύσανθο Τσεπετάκη, επισκέφθηκαν τον Έλληνα μοίραρχο Αριστείδη Ράινεκ στο πολεμικό Ύδρα ζητώντας του να τους εφοδιάσει με πολεμικό υλικό, κάτι που έπραξε. Στις 7 Φεβρουαρίου, ο Βενιζέλος, μαζί με εξεγερμένους, κατέλαβε τον Προφήτη Ηλία. Στις 8 Φεβρουαρίου ο στόλος των Μεγάλων Δυνάμεων έπληξε τις θέσεις των επαναστατών δημιουργώντας αντιδράσεις από μερίδα του ευρωπαϊκού τύπου σχετικά με τον απρόκλητο βομβαρδισμό μιας μικρής ομάδας εξεγερμένων. Σημαντική έκταση πήρε το γεγονός της ανύψωσης της ελληνικής σημαίας από τον Σπύρο Καγιαδελάκη κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών. Κατά τη διάρκεια του περιστατικού ο ίδιος ο Βενιζέλος βρισκόταν στο πολεμικό πλοίο Ύδρα. Ο Βενιζέλος τότε, μαζί με τον Φούμη και τον Κοτζάμπαση, προχώρησε στην σύνταξη διαμαρτυρίας προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, η οποία προξένησε μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Στις 22 Φεβρουαρίου εκλέχτηκε μέλος της εξαμελούς διοικητικής επιτροπής των επαναστατών. Με την ιδιότητα αυτή επισκέφθηκε μαζί με τα άλλα μέλη τους ξένους ναυάρχους αρκετές φορές για να συζητήσουν για τον μέλλον της Κρήτης. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους ξέσπασε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 αναγκάζοντας την Ελλάδα να αποσύρει την ναυτική μοίρα από την Κρήτη. Στις αρχές του καλοκαιριού πραγματοποιήθηκε η πρώτη επαναστατική συνέλευση ενώ στις 26 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε η δεύτερη, στους Αρμένους Αποκορώνου, όπου και ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξελέγη μέλος της τριμελούς επιτροπής που θα ανακοίνωνε τις αποφάσεις της συνέλευσης στις Μεγάλες Δυνάμεις. Στην τρίτη συνέλευση, στις Αρχάνες εξελέγη πρόεδρος αυτής. Στη συνέλευση αυτή υποστήριξε την άποψη περί ενώσεως της Κρήτης με την Ελλάδα απορρίπτοντας την ιδέα της αυτονομίας. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, οδηγώντας αρκετές φορές τους συμμετέχοντες σε ακραίες ενέργειες. Η κατάσταση οδηγήθηκε στα άκρα όταν ο Βενιζέλος και οι υποστηρικτές του αρνήθηκαν να υπογράψουν την διακήρυξη περί αυτονομίας με αποτέλεσμα να προκληθούν επεισόδια. Αποτέλεσμα ήταν ο Βενιζέλος να διακόψει την συνεδρίαση και να αποχωρήσει. Για την κίνησή του αυτή του αφαιρέθηκε η προεδρία και του απαγορεύθηκε η συμμετοχή στις συνεδριάσεις του σώματος. Τελικώς, η διακήρυξη περί αυτονομίας ψηφίστηκε.

Διάβαστε Περισσότερα : Wikipedia